- ἐπύλλια
- ἐπύλλιονversicleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
Ευφορίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Φτερωτός γιος του Αχιλλέα και της Ελένης, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατό τους, στη Νήσο των Μακάρων. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Δία, κεραυνοβολήθηκε από αυτόν ενώ βρισκόταν στη Μήλο. Ο Γκέτε χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek
Κάτουλος, Γάιος Βαλέριος — (Gaius Valerius Catullus, Βερόνα 84; – Σίρμιον 54; π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών που σχετιζόταν με τον Καίσαρα. Υπήρξε οπαδός των ιδεών του Βαλερίου Κάτωνα και αρχηγός της σχολής των νέων ποιητών, οι οποίοι είχαν… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek